- φανφαρονίστικος
- η , ο фанфаронский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανφαρονίστικος — και φαμφαρονίστικος, η, ο, Ν αυτός που προσιδιάζει σε φανφαρόνο, φανφαρόνικος («φανφαρονίστικη συμπεριφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek
φαμφαρονίστικος — η, ο, Ν βλ. φανφαρονίστικος … Dictionary of Greek
φανφαρονικός — και φαμφαρονικός, ή, ό, και φανφαρόνικος και φαμφαρόνικος, η, ο, Ν [φανφαρόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φανφαρόνο και στην φανφάρα, φανφαρονίστικος … Dictionary of Greek